- μασούλισμα
- και ματσούλισμα, το [μασουλίζω]αργό μάσημα που διαρκεί πολλή ώρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μασούλισμα — μασούλισμα, το και μασούλημα, το, ατος ασταμάτητο και σιγανό μάσημα: Το μασούλισμά του είναι ενοχλητικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μασούλημα — και ματσούλημα, το [μασουλώ] το μασούλισμα … Dictionary of Greek
ματσούλισμα — το βλ. μασούλισμα … Dictionary of Greek